- ρακοσυλλέκτης
- ѓубреџиjа
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ρακοσυλλέκτης — ο, θηλ. ρακοσυλλέκτρια, Ν αυτός που συλλέγει κουρέλια για να τά πουλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράκος «κουρέλι» + συλλέκτης (< συλλέγω). Το αρσ. ρακοσυλλέκτης μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή ενώ το θηλ. ρακοσυλλέκτρια από το 1895 στην εφημερίδα … Dictionary of Greek